Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η αίθουσα υποδοχής

См. также в других словарях:

  • αίθουσα — η 1. δωμάτιο υποδοχής, σάλα: Το σπίτι έχει μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής. 2. ευρύχωρος κλειστός χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων: Η αίθουσα διαλέξεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν έχει καλή ακουστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύμης — Το διαχρονικό μουσείο της ακριτικής Σύμης στεγάζεται σε ένα τυπικό αρχοντικό της οικογένειας Φαρμακίση που αποτελείται από τρεις αίθουσες και τον χώρο υποδοχής. Στη βοτσαλωτή αυλή του αρχοντικού εκτίθενται αρχαία και παλαιοχριστιανικά γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μήλου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μήλου στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, στην Πλάκα της Μήλου. Η συλλογή του, που εγκαινιάστηκε το 1985, περιλαμβάνει αρχαιότητες που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Στο …   Dictionary of Greek

  • περσέπολις — Μία από τις πρωτεύουσες της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας, όπου σώζονται οι τάφοι των Περσών βασιλιάδων. Ιδρύθηκε από τον Δαρείο A΄ γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και επεκτάθηκε από τον γιο του Ξέρξη A΄ και τον Αρταξέρξη A΄. Ήταν χτισμένη στα Ν… …   Dictionary of Greek

  • υποδοχή — η / ὑποδοχή, ΝΜΑ [ὑποδέχομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδέχομαι νεοελλ. 1. φιλική δεξίωση, προϋπάντηση 2. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι (α. «δεν ήταν και πολύ θερμή η υποδοχή που τού έκανε» β. «οι… …   Dictionary of Greek

  • Λε Βο, Λουί — (Louis Le Vau, Παρίσι 1612 – 1670). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ήταν μαθητής του Μανσάρ και ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις αρχές της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’. Το μέγαρο Μποτρ είναι το πρώτο έργο που του αποδίδεται και, αντίθετα από τον δάσκαλό… …   Dictionary of Greek

  • αρχονταρίκι — Η αίθουσα υποδοχής που διαθέτουν τα μοναστήρια για την υποδοχή και τη φιλοξενία των επισκεπτών. Ο μοναχός που ασχολείται με την περίπτωση των ξένων στο α. ονομάζεται αρχοντάρης. * * * το (Μ ἀρχονταρίκιον) [αρχοντάρης] ο ξενώνας του μοναστηριού… …   Dictionary of Greek

  • σάλα — (I) η, Ν 1. αίθουσα και, κυρίως, αίθουσα υποδοχής ξένων, σαλόνι 2. μεγάλος χώρος, κατάλληλος για δημόσιες συγκεντρώσεις, λ.χ. συναυλίες, διαλέξεις, συνεστιάσεις, χορό, αθλητικές διοργανώσεις κ.ά. εκδηλώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sala < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αμοργού — Η συλλογή ευρημάτων από τις ανασκαφές στις τρεις αρχαίες πόλεις της Aμοργού, την Aιγιάλη, την Aρκεσίνη και τη Mινώα, στεγάζεται στον ανακατασκευασμένο Πύργο του Γαβρά (Χώρα Αμοργού), του 16ου αι. Στο κατώγι, τον εντυπωσιακό αύλειο χώρο με τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»